- θήλασμα
- το (Α θήλασμα) [θηλάζω]ο θηλασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θήλασμα — το, ατος βύζαγμα: Σταμάτησε το θήλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθηλής — ἀθηλής, ές (Α) [θηλή] (για μαστό) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε για θήλασμα … Dictionary of Greek
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek
σακάζω — Ν (διαλ. τ.) σταματώ το θήλασμα μωρού, απογαλακτίζω νήπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. (με διατήρηση τού αιολ. α αντί τού η τής αττικής) σχηματισμένος από το αρχ. σηκάζω (< σηκός «μάντρα»), πρβλ. σηκίτης* / σακίτης «αρνί που θηλάζει»] … Dictionary of Greek
θηλασμός — ο θήλασμα, το να θηλάζει κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)